- πατσουλί
- (patchouli). Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, που παράγει αρωματικό λάδι. Το π. συγγενεύει με τη μέντα και είναι ιθαγενές των τροπικών περιοχών της Ασίας και της Ωκεανίας. Το αιθέριο έλαιό του έχει δυνατή οσμή και παράγεται με απόσταξη των βλαστών και των φύλλων. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία αλλά είναι μέτριας ποιότητας. Το προϊόν αυτό της Μαλαισίας, που εξάγεται στο εξωτερικό από τη Σιγκαπούρη, είναι περιζήτητο σε πολλές ασιατικές χώρες.
* * *τοαιθέριο έλαιο που εξάγεται από τα φύλλα τού φυτού πωγωνοστήμων, το οποίο καλλιεργείται στην Κίνα, την Ιάβα και την Αυστραλία και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patchouli < αγγλ. patch-leaf «είδος φυτού»].
Dictionary of Greek. 2013.